σύμμαλλος

σύμμαλλος
-ον, Μ
(σε πρόβατο) αυτός που περιλαμβάνει και το μαλλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -μαλλος (< μαλλός «μαλλί, τρίχωμα»), πρβλ. ἔμ-μαλλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”